Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

...and then you died


Λαγνεία: να αφιερώνεσαι με πάθος χωρίς τους περιοριστικούς κανόνες της λογικής, και καθώς δίνεσαι ολοκληρωτικά, να διαχέεις τον εαυτό σου μες στον άλλο

Λαγνεία για κάλλος ομορφιά χάρη κομψότητα

Χάνοντας μέρα με τη μέρα κομμάτια του εαυτού σου που ξεκολλάνε βίαια από πάνω σου και μετακομίζουν σε έναν λεκιασμένο απ' τις ματιές καθρέφτη.
Και τρως τον εαυτό σου για μεγάλες κοφτερές ματιές και μαχαιριές για ψιθύρους στ' αυτιά
Και τρως τον εαυτό σου
Μέχρι που δε χωράς πουθενά πια μέσα στο πλάσμα αυτό που σε κουβαλά

Και ρωτώ, λοιπόν, γιατί
Γιατί να πονάς παντού μέσα κι έξω
και να απαρνείσαι σύσταση θέληση και ψυχή
επειδή κάποιο πονηρό ξωτικό σου χάρισε ένα ύφασμα μικρό και γυάλινο;
Εφόσον εντέλει επέλεξες εκείνους που ίδιοι με σένα είναι και θα είναι,
εκείνους που σε κοιτούν πάντα στο πρόσωπο και στην ψυχή (ελπίζεις).




Και είθε οι σπουδαίοι νάρκισσοι και βλάκες με τις χοτ φωτογραφίες και τους χιλιάδες λυσσασμένους ασυνουσίαστους που τους θαυμάζουνε κρυφά τα βράδια να πνιγούν στη λάσπη της βλακείας τους, καθώς και οι τελευταίοι που ως καρμίρηδες κι ανίκανοι και δύσνοι αγναντεύουν ξελιγωμένοι και ηδονολάγνοι φούσκες από τηγανισμένο λάδι.

Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

τσίκι τσίκι

Κάνετε ευχές
Σώζουν ζωές
ΔΕΝ

Μικρές στάχτες βρωμερές 
κοπανιούνται στον αέρα και σέρνονται παντού μέσα σου.

Μπλεγμένοι σε μια σαπουνόπερα δίχως σενάριο και δίχως αίσιο επίλογο
οι περισσότεροι βουτάμε στη σαλατιέρα με το λάδι
ΕΕΕΛΑ Κ ΕΣΥ
μαζί

Κι όταν όλα τα τρολ μαζί τραγουδούν, πάντα αφιερώνουν νότες παράφωνες σε άλλες ματιές άλλων πλασμάτων από άλλα βιβλία ξεσκισμένα και πολυκαιρισμένα,
σε ένα άγγιγμα σκιερό και κουφό, πάντα.
Οπότε μη βαριανασαίνεις, κανείς δεν κατάφερε να διαφύγει του κυκεώνος τούτου εδώ, ποτέ.
Και η ησυχία εκκωφαντική και υστερική.

Στάζει μέλι και η μύγα πήγε κι έπεσε πάνω της και βυθίστηκε στα ζαχαρώδη νήματα 
για πάντα
μέχρι που μια φυσαλίδα αναφώνησε μιαν εσχάτη και τερπνή ανάσα
κι ύστερα χάθηκε στην ατμόσφαιρα αγκαλιά με άλλες άπειρες ευχές.

Και το φεγγάρι μικραίνει καθώς και οι ψυχές μας νύχτα με τη νύχτα
Και η ελπίδα να αλλάξεις σελίδα και να λαβώσεις το χαρτί με ένα χαμόγελο σκοτεινό και νωθρό
το έσκασε παρασυρόμενη από ανέμους σειρήνων.
Σαν τις παλιές καλές αγάπες που τώρα σβήστηκαν για πάντα ή μάλλον κρύφτηκαν στον πάτο ενός συρταριού γιατί φοβήθηκαν.

Όπως οι στοίβες με τις λέξεις που απλώς σωριάζονται στο πλάι και στο σώμα και στο μυαλό και πληθαίνουν καθώς το ρολόι τρέχει μακριά και αλλάζει το φως τριγύρω.
Και η επιλογή λοιπόν του καθενός να βαδίζει μόνος βήματα βαριά κι ασήκωτα φαντάζει ταινία φρικτή που θα δεις μέχρι το τέλος και μετά ξανά απ' την αρχή.

Οπότε πάμε σε ένα νησί να μας πάρει ο αέρας 
και να γράψουμε στα σύννεφα λόγια σκληρά
που δε θα προλάβει κανείς να διακρίνει,
τουλάχιστον όχι για πολύ.

ΚΛΑΨ ΚΛΑΨ ΚΛΑΨ
!


Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

πάτε πάτε πατώνω μωρέ

ΚΑΙ ΤΩΡΑ; 
όχι ε..

κι εσύ κι εγώ
βαστάμε τις υπάρξεις μας σφίγγοντας στα δάχτυλα

κλωστές
πρασινωπές νομίζω.
Τρέχα τρέχα στον αέρα 
μαζί με όσες σκέψεις κατάφεραν να μπλεχτούν στα μαλλιά
και να μη χαθούν κάπου γύρω,
ίσως και πιο μακριά από εκεί 
που κοιτάς
και κοιτώ..
Ματιές εγκλωβισμένες σ' ένα μπουκέτο ταμπού, σε μια χούφτα όρια.
Κρατάω πολλά, δεν μπορώ να κρατήσω κι εσένα, συγγνώμη. είπε, κι άφησε ψυχή και θέληση να βουλιάξει στον πάτο του πάτου, προκειμένου να μη θρυψαλιστούν οι ισορροπίες στη ζυγαριά την τρίγωνη και κοπούν όλοι στα μάγουλα.


Ω! ΠΑΤΕ!
Καλά είναι εδώ, να ερχόμαστε πιο συχνά.
Τουλάχιστον εδώ έχουμε και παρέα πηγαία, εφόσον όλα είναι σκοτεινά κι οι αλήθειες δεν ντρέπονται να χορέψουν μεταξύ τους τανγκό.
Στροβιλίζονται γύρω απ' τα αυτιά σου κι εσύ γύρω απ' το πουθενά.
Κι όλα είναι αληθινά, μέχρι που το πιο σκοτεινό λευκό φως χαϊδεύει ύπουλα τις στιγμές 
και ξεθωριάζουν βαθμιαία
σε μερικούς χτύπους
μερικά βλέφαρα
μερικές ανάσες
και τα λοιπά.