Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

16.01.2012 εδώ και καιρό, λοιπόν

Και είναι τότε τώρα που το μικρό κορίτσι στο λιβάδι σταμάτησε να πιστεύει στους ανθρώπους, πληγωμένο από σφαίρες βαθειές και βάναυσες, ταπεινωμένο κι εξουθενωμένο έφτασε τόσο κοντά στο φως του ήλιου σχεδόν τυφλό να δει έναν κόσμο ξένο χρωμάτων και μελωδιών, έναν κόσμο νεκρό και ξένο - τον κόσμο μας.
Και είναι τότε τώρα και τώρα τότε που σηκώθηκε να περπατήσει ξυπόλυτη σ' ένα δρόμο στρωμένο με αγκίδες και καρφιά και πόνο μόνη με τα χέρια και την ψυχή κενά και γκρίζα και σιωπηρά. Για να γυρίσει πίσω στο χώμα που την έπλασε και την εξέθρεψε έτσι αδύναμη.
Κι ασήκωτη όπως είναι, ποτέ δε θα ανυψωθεί στον κόσμο τον ιδεατό των αιώνων, ούτε καν τον παρόντα. Απλά θα γυρίσει πίσω, εκεί απ' όπου ήρθε, στο χώμα που την έπλασε και την ανέδειξε ένα τίποτα.
Νύχτωσε κι η νύχτα πλέον, είναι πολύ αργά.

Και οι μέρες δε θυμάσαι καν πώς είναι και όλη την ώρα φοβάσαι. Ένα κεφάλι που τινάχθηκε στον αέρα και σκορπίστηκαν παντού θρίμματα σκέψεις κι όνειρα. Και όχι. Δεν υπάρχει κανείς και τίποτα. Ούτε καν εσύ. Ούτε καν εγώ που σου μιλώ τόσο καιρό.
Τρομάζεις μερικές φορές, ε;
Το ξέρω. 

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

ψοφίμι ψόφα

Να υπάρχεις; Να έχεις δική σου ζωή; Ή απλώς να σε συνιστούν σπασμένα κομμάτια των γύρω, κομμάτια που έκλεψες θρύψαλα.

Να διώχνεις τα παράσιτα. Να λιώνεις τους κοριούς.
Αρρωστημένα μυαλά και λερωμένα χέρια.
Μολυσμένα λόγια
και όχι. ΔΕ Σ' ΑΚΟΥΩ ΠΙΑ.

Δεν ακούω τίποτα
ΈΦΥΓΑ

και τα παράσιτα πονούν σα φύγεις

Μα πόσο μ' αρέσει να βλέπω τον πόνο σε καθρέφτη εκδίκησης
Μ'ένα σπαθί
το παιδί
έκοψε το κεφάλι
ΣΟΥ

Να 'ταν η ζήλια ψώρα
να πέθαινες πρόωρα
μπροστά μου
χάμω
σα φίδι σίχαμα

Φύλλα τετραδίου καρφωμένα στο πρόσωπο
Και οργή άνεμος τα σκίζει
σε σκίζει
χάρτινο
πράγμα
μπροστά μου χάμω
ψοφίμι
ψόφα.
<3

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

μια ωραία πεταλούδα

Μυρίζει θάνατος
μέσα κι έξω
και παντού.
Τα χέρια ανάπηρα
το ίδιο και οι σκέψεις οι παλιές
και πλέον γνώριμες
και όλως παραδόξως γοητευτικές.
Θες να γράψεις να χαράξεις πρόσωπα ματιές
αλλά δεν μπορείς
δεν μπορείς
δεν μπορείς
δεν μπορείς τίποτα πια.
Ένα σύννεφο
κλέβει τις ανάσες τις στερνές
και πνίγεσαι
στην ατμόσφαιρα γύρω σου
και δεν ξέρεις
δεν ξέρεις
δεν ξέρεις
δεν ξέρεις τίποτα πια
κανέναν
εσένα.
Το είδωλο η σκιά στους μαύρους τοίχους
γύρω σου
έπεσε
γκρεμίστηκε
χάθηκε σε λάσπη πορφυρή
για πάντα
για πάντα
για πάντα
Τα βλέφαρα βαριά κι ασήκωτα
βαραίνουν το κενό κρανίο
τον κόσμο
Τρέχεις αργά
με πόδια λυγισμένα και λυπητερά
προσπαθείς να ξεφύγεις
από το εγώ το τώρα το μετά
το πριν λίγο
την πριν λίγο ήσυχη γαλήνια κραυγή
απελπισμένο σκότος
αναπηρία
σκουριά το λογισμό μέσα διαπερνά
μαχαίρι
άκοπες σελίδες μυστικά
κοφτερά δάκρυα
σκίζουν το δωμάτιο
μα δε θα βγεις ποτέ έξω
έξω
έξω
έξω απ' τα συντρίμμια
τις κακές σκέψεις
τα στοιχειωμένα σου όνειρα
τώρα
τώρα
πάντα όλα μολυσμένα με σατανικό
σατανικό υστερικό κενό, ρηχό και άπατο.

Κράτα τα παγωμένα τα χέρια
μου
να νιώσεις θαλπωρή
ποτέ
και το βάρος της ματιάς αυτής
μη μ'ακουμπάς
καίγομαι
μέχρι να χαθώ
ή να χαθούμε και οι δυό
στη μίζερη σιωπηρή και κρύα
ζεστασιά
της συντροφιάς μας.
Κάθε χτύπος πιο σκοτεινός
ως να κλείνω σιγά σιγά τα μάτια
ως ρυάκι αργό που ρέει
ως πυρετός
ως κενό επιδημικό
τρομακτικό σφίξιμο οικείο
ως κατάρα φιλική και μόνη
η μόνη
που θα αντέξει ως το τέλος
το τέλος του χρόνου
το τελευταίο χαμόγελο
που το χαρίζω
σε σένα
εφόσον σου το έκλεψα
πριν φεγγάρια πολλά.

Σε και σας κοιτώ από πάνω
υψοφοβικά και δειλά
όμοια σκηνικά
ρολόγια που κόλλησαν
στην ίδια στιγμή άπνοιας
μια στιγμή καρτερώντας
κι ύστερα έσπασαν κάνοντας
κρότο βουβό
και μάτωσαν
χρόνια
λέξεις

και όχι
δεν έχει αύριο
δεν έχει, ποτέ.
Είσαι εδώ
ανάμεσα στη φωτιά
και τα δέντρα
τα παλιά
σειρήνες
χαϊδεύοντας
το κενό κορμί
το κενό
το κενό μαζί
το κενό το λάγνο
και απαίσιο
δίχως σχήμα
εδώ
για πάντα.

Ένα τσιγάρο
κάηκε
στο χέρι
πήρε φωτιά
μια νότα
μια στριγγλιά μελωδική
μάτωσε τ' αυτί
κι ύστερα πέθανε κι αυτή.

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

το τρολ μου σου του


και λοιπόν;
τι είναι;
τι λέει;
τα πάντα γύρω σου καταρρέουν κι εσύ εδώ
ασχολείσαι με μαλακίες
και είσαι χαρούμενος
το κεφάλι κούφιο
αλλά τουλάχιστον είσαι μαζί με τα υπόλοιπα μικρά μυρμήγκια
και εμείς τα τρολ εδώ ακόμα
μόνα μας 
να σας κοιτάμε και να ξυνόμαστε με απορία
γιατί ένα ένα πεθαίνουμε
και ακόμη και το πιο χαρωπό τραγούδι σιγά σιγά φαντάζει άνοστο και θλιβερό
σαν το πιλάφι που σε αναγκάζουν να μπουκώσεις "για να γίνεις καλά, παιδί μου!"
και εσείς μαζί χορεύετε και πληθαίνετε
μες τις λάσπες τα χαμόγελα τους καφέδες τα ψώνια τα πάρτυ τις σχέσεις σας
σιχαμένα βρόμικα και ίδια πλάσματα.
ΟΧΙ 
θα είμαι για πάντα έτσι 
είπε το μικρό υιοθετημένο τρολ
μέσα από το βάζο του γενναία
και ποτέ δεν βρήκε το ποδήλατο και τα γυαλιά του
και δεν του πήραν καινούρια
ποτέ
γιατί ήταν τρολ 
κι είχε έτσι έναν παραπάνω λόγο να θλίβεται.

Και η θλίψη οργή καθώς ο καθρέφτης ραγίζει στη θέα των ματιών του.




"Και τα θέλω όλα δικά μου, να ζω παράλληλες ζωές και να κοροϊδεύω τον κόσμο όλο προκειμένου να ικανοποιώ επιθυμίες, ορμές και κάθε λογής αίσθημα που μεταβάλλεται και διαρκώς παίρνει όψεις διαφορετικές και χαρακτήρα διχασμένο, παράλληλο, διαστροφικό και άρρωστο ως την πιο βαθιά μου σκέψη. Και η όλη εγκράτεια χαλινάρια οξέα κι υποκριτικά σε μια λάγνα ψυχή που οργιάζει κρυφά και στριγκλίζει στο κεφάλι σα δαιμόνιο τέρας με πολλά κεφάλια, τόσο λίγα χέρια και μονάχα ένα πόδι στραβό, ατροφικό, σάπιο, μουχλιασμένο, λαβωμένο, ανάπηρο, άχρηστο.
Και θέλω με πιρούνι φλεγόμενο διαβολικό να τραβήξω έξω απ' τα σπλάχνα κόμπους, μαλλιά, ορμή, αισθήματα μπλεγμένα με τα πιο σκληρά και πέτρινα δάκρυα και να τα κάψω σε παγερή χιονισμένη φωτιά, καιόμενο μαύρο σκότος.
Και θέλω, πάντα θέλω, θέλω τα πάντα.
Και δεν μπορώ, ποτέ δεν μπορώ, δεν μπορώ τίποτα.
Και το τέρας φουσκώνει με ανάσες μίσους και οργής μισές και πνίγεται και θεριεύει και χτυπά το άλλο του πρόσωπο με μανία μανία μανία τρέλα και θυμό και ουρλιαχτά βουβά κωφά βραχνιασμένες τσιρίδες απελπισίας που τρυπούν τα ίδια του τα αυτιά τα ήδη τρύπια."

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Σ' έναν κυκλικό χορό ερώτων
κι απογοητεύσεων
δίχως παύσεις στα μικρά ρυθμικά βήματα
και πάλι απ' την αρχή
χορεύουμε
αγκαλιά
Και ψέμα στο ψέμα
χτίζουμε φρούρια σχέσεις 
μέχρι που το φως βαθύ κι όμως άοσμο
και μάλλον απειλητικό 
σπάει κλωστές και λόγια δεμένα μεταξύ τους
κατακρημνίζει τοίχους τείχη δεσμά
και πάλι απ' την αρχή 
χορεύουμε
αγκαλιά.


Δέσε με με λόγια φθηνά
και φαύλες διαθέσεις


Το φως κι η φωτιά
πιο δυνατά
πιο αληθινά.


Απαγκίστρωση τώρα.


Όλοι μαζί, μόνοι.
Ποτέ δεν ένιωσες πιο μόνος
απ' ότι όταν ήσαστε όλοι μαζί
παρέα.


Μίλησα για σκόνες αναμνήσεις αγάπες βλέμματα αύρες αισθημάτων ψιθύρους χάδια αγκαλιάσματα δεσμούς ανθρώπων και ψυχών και όλα τα σχετικά.
Τώρα τα παίρνω πίσω
Γεμίζω τις άδειες πια πέννες μου
με το μελάνι που άσκοπα σπατάλησα
εξυμνώντας άλλες υπάρξεις 
πέραν της δικής μου.


Μονάχοι περπατάμε
μόνοι θέτουμε εμπόδια
μόνοι τα γκρεμίζουμε
μόνοι κωλυόμεθα
μόνοι δραμοῦμε ξανά απ' την αρχή.


Μπράβο, λοιπόν.


Θυμήθηκες πόσο μισείς τον κόσμο γύρω
ενώ για λίγο είχες πιστέψει
είχες πιστέψει...
κι ιδού η ανοησία η απαράμιλλη 
κι η βλακώδης σκέψη
η επονείδιστη
η απαράδεκτη.


Μόνοι μόνοι
σε μοναχικά κλαδιά
κορμού μοναδικού και μόνου
σε δάσος ερημικό
και μόνο
κι έρημο
και νεκρό
και παγερό
και μαύρο, καρβουνισμένο, σάπιο.


Σ' ένα σαπισμένο μουχλιασμένο και
πολυκαιρισμένο γκριζωπό φαιό κύκλο
όλα τα νεκρά τα πλάσματα
και πάλι απ' την αρχή
χορεύουμε


το χορό της συμφοράς
πλάθοντας με ατμόσφαιρα
ένα κυκεώνα ψεμμάτων
με ανάσες
και εξατμισμένα δάκρυα ψυχής 
Και στριφογυρνάμε
μέχρι ο πρώτος
ο πιο αδύναμος να σωριαστεί
σε πέτρες κοφτερές και αιμοβόρες
κι ύπουλες
και το πνεύμα να χυθεί χάμω
και παντού 
και πάντα.


Σκοτείνιασε στη σκοτεινή και λαμπερή μας
μέρα
κι η αλήθεια παραμονεύει
σα να σε ήξερε απ' την αρχή
σα να γελούσε υστερικά
καθώς σε έδειχνε με το γερασμένο και ατροφικό της δάχτυλο.


Βγάζω μανιτάρια!
Ή μάλλον πλέον τα αφαιρώ βίαια 
τραβώ τα παράσιτα απ' το ξεχειλωμένο και βρώμικο δέρμα της ψυχής
μέχρις ότου να απαγκιστρωθούν 
και τα δεσμά να σκιστούν
βίαια
και αποκρουστικά να απλωθεί και 
να πετάξει στο χώρο γύρω
ό,τι απέμεινε από σκισμένες 
ασπρόμαυρες φωτογραφίες,
μουσική παράσιτα από μια σκέψη  γριά πια.


Ώρα να κρυφτεί πίσω από ένα παγωμένο σταυρό 
πίσω απ' το μαύρο όριο του κόσμου 
πίσω απ' τη γραμμή που μόνο το μάτι φτάνει
κι αγναντεύει 
με λαγνεία.


Θάνατος στις βδέλλες
θάνατος στους ξενιστές παρασίτων
θάνατος στους αιμοδότες άχρηστων υπάρξεων
θάνατος στα μυθομανή στόματα
θάνατος στα εύπιστα αυτιά
θάνατος στο αίμα
θάνατος σε όλους.


Κι η εκδίκηση πεθαίνει
ενώ μετουσιώνεται σε απάθεια ποθητή
κι απαίσια


Και το κλάμμα 
μπήκε στο μάτι
κι έσβησε απ' τη φωτιά 
μου.


Μια πεταλούδα
ξέχασε να πετάει
και βυθίστηκε στο χάος
για πάντα


Ας πρόσεχε.

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

...and then you died


Λαγνεία: να αφιερώνεσαι με πάθος χωρίς τους περιοριστικούς κανόνες της λογικής, και καθώς δίνεσαι ολοκληρωτικά, να διαχέεις τον εαυτό σου μες στον άλλο

Λαγνεία για κάλλος ομορφιά χάρη κομψότητα

Χάνοντας μέρα με τη μέρα κομμάτια του εαυτού σου που ξεκολλάνε βίαια από πάνω σου και μετακομίζουν σε έναν λεκιασμένο απ' τις ματιές καθρέφτη.
Και τρως τον εαυτό σου για μεγάλες κοφτερές ματιές και μαχαιριές για ψιθύρους στ' αυτιά
Και τρως τον εαυτό σου
Μέχρι που δε χωράς πουθενά πια μέσα στο πλάσμα αυτό που σε κουβαλά

Και ρωτώ, λοιπόν, γιατί
Γιατί να πονάς παντού μέσα κι έξω
και να απαρνείσαι σύσταση θέληση και ψυχή
επειδή κάποιο πονηρό ξωτικό σου χάρισε ένα ύφασμα μικρό και γυάλινο;
Εφόσον εντέλει επέλεξες εκείνους που ίδιοι με σένα είναι και θα είναι,
εκείνους που σε κοιτούν πάντα στο πρόσωπο και στην ψυχή (ελπίζεις).




Και είθε οι σπουδαίοι νάρκισσοι και βλάκες με τις χοτ φωτογραφίες και τους χιλιάδες λυσσασμένους ασυνουσίαστους που τους θαυμάζουνε κρυφά τα βράδια να πνιγούν στη λάσπη της βλακείας τους, καθώς και οι τελευταίοι που ως καρμίρηδες κι ανίκανοι και δύσνοι αγναντεύουν ξελιγωμένοι και ηδονολάγνοι φούσκες από τηγανισμένο λάδι.

Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

τσίκι τσίκι

Κάνετε ευχές
Σώζουν ζωές
ΔΕΝ

Μικρές στάχτες βρωμερές 
κοπανιούνται στον αέρα και σέρνονται παντού μέσα σου.

Μπλεγμένοι σε μια σαπουνόπερα δίχως σενάριο και δίχως αίσιο επίλογο
οι περισσότεροι βουτάμε στη σαλατιέρα με το λάδι
ΕΕΕΛΑ Κ ΕΣΥ
μαζί

Κι όταν όλα τα τρολ μαζί τραγουδούν, πάντα αφιερώνουν νότες παράφωνες σε άλλες ματιές άλλων πλασμάτων από άλλα βιβλία ξεσκισμένα και πολυκαιρισμένα,
σε ένα άγγιγμα σκιερό και κουφό, πάντα.
Οπότε μη βαριανασαίνεις, κανείς δεν κατάφερε να διαφύγει του κυκεώνος τούτου εδώ, ποτέ.
Και η ησυχία εκκωφαντική και υστερική.

Στάζει μέλι και η μύγα πήγε κι έπεσε πάνω της και βυθίστηκε στα ζαχαρώδη νήματα 
για πάντα
μέχρι που μια φυσαλίδα αναφώνησε μιαν εσχάτη και τερπνή ανάσα
κι ύστερα χάθηκε στην ατμόσφαιρα αγκαλιά με άλλες άπειρες ευχές.

Και το φεγγάρι μικραίνει καθώς και οι ψυχές μας νύχτα με τη νύχτα
Και η ελπίδα να αλλάξεις σελίδα και να λαβώσεις το χαρτί με ένα χαμόγελο σκοτεινό και νωθρό
το έσκασε παρασυρόμενη από ανέμους σειρήνων.
Σαν τις παλιές καλές αγάπες που τώρα σβήστηκαν για πάντα ή μάλλον κρύφτηκαν στον πάτο ενός συρταριού γιατί φοβήθηκαν.

Όπως οι στοίβες με τις λέξεις που απλώς σωριάζονται στο πλάι και στο σώμα και στο μυαλό και πληθαίνουν καθώς το ρολόι τρέχει μακριά και αλλάζει το φως τριγύρω.
Και η επιλογή λοιπόν του καθενός να βαδίζει μόνος βήματα βαριά κι ασήκωτα φαντάζει ταινία φρικτή που θα δεις μέχρι το τέλος και μετά ξανά απ' την αρχή.

Οπότε πάμε σε ένα νησί να μας πάρει ο αέρας 
και να γράψουμε στα σύννεφα λόγια σκληρά
που δε θα προλάβει κανείς να διακρίνει,
τουλάχιστον όχι για πολύ.

ΚΛΑΨ ΚΛΑΨ ΚΛΑΨ
!